ο εφηβος αθλητης
Καθώς το παιδί εισέρχεται στα χρόνια της εφηβείας εμφανίζονται σημαντικές μεταβολές στα σωματικά χαρακτηριστικά, τα οποία συνοδεύονται από μεταβολές εξίσου σημαντικές και θεμελιώδεις στην ψυχοκοινωνική του ανάπτυξη.
Η έναρξη κι ο ρυθμός εξέλιξης αυτών των χαρακτηριστικών δεν συμβαδίζουν απαραίτητα με την χρονολογική ηλικία, ωστόσο παρατηρείται προκαθορισμένη και συνεχής αλληλουχία εξελίξεων που καλύπτει όλα τα στάδια ανάπτυξης.
Στόχοι της αθλητικής δραστηριότητας των εφήβων
Όλοι οι έφηβοι θα πρέπει να ενθαρρύνονται να γυμνάζονται με τρόπο που να ενσωματώνεται η φυσική δραστηριότητα στην καθημερινότητά τους. Η εμπλοκή των εφήβων σε αθλητικές δραστηριότητες στοχεύει πρωτίστως στην βελτίωση της φυσικής τους κατάστασης. Το γυμνασμένο σώμα συμβάλλει στην ενίσχυση της καρδιοαναπνευστικής λειτουργίας, του νευρομυϊκού συντονισμού και των αθλητικών δεξιοτήτων.
Η διατήρηση της καλής φυσικής είναι ιδιαίτερα σημαντική στην συγκεκριμένη ηλικιακή περίοδο του εφήβου κατά την οποία εγκαθίστανται συνήθειες που θα καθορίσουν την μελλοντική του υγεία, π.χ. είναι γνωστό ότι η παχυσαρκία αποτελεί ένα συνεχώς αυξανόμενο πρόβλημα κι ότι 80% των παχύσαρκων εφήβων εξελίσσεται σε παχύσαρκους ενήλικες. Επίσης κατά την διάρκεια της εφηβείας, παρατηρείται εντατική μετάλλωση των οστών, η οποία επαυξάνεται με την κατάλληλη πλούσια σε ασβέστιο διατροφή και με την άσκηση ώστε μελλοντικά να αποφεύγεται η εμφάνιση οστεοπόρωσης.
Επιπλέον, με τον αθλητισμό αναπτύσσονται ιδιαίτερα θετικά συναισθήματα στον έφηβο, καθώς επιτυγχάνεται το αίσθημα της επιτυχίας, της προόδου και της εκπλήρωσης των στόχων. Επίσης ο αθλητισμός αποτελεί ένα μέσο κοινωνικών συναλλαγών και ανάπτυξης προσωπικών σχέσεων με τα μέλη της αθλητικής ομάδας. Με τον τρόπο αυτό αναπτύσσεται το αίσθημα της υπερηφάνειας, του αυτοσεβασμού καθώς και του σεβασμού των άλλων, εφόσον όλοι εργάζονται και προσπαθούν για τον κοινό στόχο.
Φυσιολογικά χαρακτηριστικά
Πριν από την εμφάνιση της ήβης αγόρια και κορίτσια διαθέτουν την ίδια φυσική κατάσταση και ουσιαστικά είναι ίσα σ’ ό,τι αφορά το ύψος, το βάρος, τις κινητικές δεξιότητες, την δύναμη, την αντοχή, το σωματικό λίπος, την αιμοσφαιρίνη, την θερμορύθμιση και τον κίνδυνο των αθλητικών κακώσεων. Συνεπώς μέχρι την ηλικία των 10-11 ετών, αγόρια και κορίτσια μπορεί να συμμετέχουν μαζί σε ανταγωνιστικά αθλήματα, εφόσον διαθέτουν την ίδια σωματική διάπλαση.
Κατά την εφηβεία αρχίζει η διαφοροποίηση των δύο φύλων. Τα κορίτσια γενικότερα είναι πιο λεπτοφυή, διαθέτουν στενότερους ώμους, μεγαλύτερο άνοιγμα στα ισχία και μικρότερο στα γόνατα. Γενικά οι έφηβες αθλήτριες είναι περισσότερο εύκαμπτες και καλύτερες σε αθλήματα ισορροπίας (π.χ. ενόργανη γυμναστική) εξ αιτίας των κοντύτερων άκρων και του χαμηλότερου κέντρου βάρους του σώματος. Επίσης διαπρέπουν σε αθλήματα, όπως συγχρονισμένη κολύμβηση, γυμναστική, πατινάζ, χορό.
Νευροανάπτυξη και ικανότητα συμμετοχής σε αθλητικές δραστηριότητες
Με τον όρο νευροανάπτυξη αναφερόμαστε στην αύξηση κι ωρίμανση του νευρικού συστήματος σε σχέση με την ανάπτυξη της κινητικότητας και των αισθητηριακών – αντιληπτικών ικανοτήτων του εφήβου. Τα χαρακτηριστικά αυτά καθορίζονται σε μεγάλο ποσοστό από γενετικούς παράγοντες, ωστόσο και οι περιβαλλοντικοί παράγοντες (κοινωνικοί και διατροφικοί) παίζουν σημαντικό ρόλο, ιδιαίτερα στην ανάπτυξη των κοινωνικών και προσαρμοστικών δεξιοτήτων. Οι δεξιότητες αυτές επηρεάζονται από κοινωνικές επιρροές, την εκπαίδευση και την άσκηση.
Η νευροανάπτυξη αφορά διαφόρους τομείς ανάπτυξης όπως σωματικούς, νευρολογικούς, αισθητηριακούς – αντιληπτικούς, γνωστικούς, ψυχοκοινωνικούς και συναισθηματικούς. Τόσο η ποσοτική πρόοδος που είναι εμφανέστερη και μετρήσιμη λειτουργία όσο και η ποιοτική, που αφορά την τελειοποίηση της κίνησης και των δεξιοτήτων, είναι πολύ σημαντικές λειτουργίες που καθορίζουν την ικανότητα του εφήβου ως προς τη συμμετοχή του σε αθλητικές δραστηριότητες.
Ετοιμότητα του εφήβου για την συμμετοχή του στον αθλητισμό
Συνήθως οι έφηβοι 12 ετών, είναι αρκετά ώριμοι να αντεπεξέλθουν στις σύνθετες αθλητικές δραστηριότητες και είναι έτοιμοι τόσο σωματικά όσο και γνωσιακά, όχι μόνον να συμμετέχουν αλλά και να ανταγωνίζονται στα περισσότερα αθλήματα.
Η συμμετοχή σε αθλητικές δραστηριότητες είναι γενικά θετική εμπειρία για τον έφηβο και πρέπει να ενθαρρύνεται προς αυτή την κατεύθυνση. Για να αποφευχθούν ωστόσο τυχόν αρνητικές συνέπειες, η συμμετοχή θα πρέπει να είναι ανάλογη προς το αναπτυξιακό στάδιο, τα προσωπικά ενδιαφέροντα και τις ικανότητές του. Η επιλογή του αθλήματος δεν θα πρέπει να αντανακλά τα γονεϊκά “όνειρα”, ούτε κοινωνικές προσδοκίες.
Στο ερώτημα πότε ένας έφηβος είναι έτοιμος να συμμετέχει με τον καλύτερο τρόπο σε αθλητικές δραστηριότητες, δεν υπάρχουν συγκεκριμένες απαντήσεις. Αυτές οι αποφάσεις σε μεγάλο ποσοστό καθοδηγούνται από την κλινική εκτίμηση στα πλαίσια του προσυμπτωματικού ελέγχου και της Αγωγής Υγείας από τον υπεύθυνο ιατρό. Σ’ αυτή την περίπτωση ο καταλληλότερος είναι ο παιδίατρος του, διότι έχει πολλές ευκαιρίες να επικοινωνήσει με τον έφηβο αθλητή και την οικογένειά του, στα πλαίσια της ιατρικής παρακολούθησής του από μικρότερη ηλικία. Με τον τρόπο αυτό δίνονται ευκαιρίες, όχι μόνον να συζητηθούν θέματα που απασχολούν τον ίδιο τον έφηβο, όπως διατροφή, χρήση συμπληρωματικών ουσιών, απώλεια βάρους αλλά και να εκτιμηθεί η νευροαναπτυξιακή του ετοιμότητα, παράλληλα με την κατάσταση της υγείας του, ως προς την συμμετοχή του σε ανταγωνιστικό αθλητισμό. Έμφαση πρέπει να δίνεται περισσότερο στην ικανοποίηση της συμμετοχής και στο τίμιο παιχνίδι και όχι μόνο στην επιδίωξη της νίκης με οποιοδήποτε κόστος. Απαραίτητη θεωρείται η ρεαλιστική προσέγγιση ως προς το θέμα της αθλητικής επίδοσης, ώστε να μην καλλιεργούνται υπέρμετρες προσδοκίες. Μόνο μικρός αριθμός εφήβων θα φθάσει στην κορυφή σε επαγγελματικό επίπεδο. Επιπλέον, πρέπει να αποφεύγεται η χρησιμοποίηση του αθλητισμού στην προσπάθεια επίτευξης άλλων στόχων (π.χ. για εισαγωγή σ’ ανώτερες σχολές, οικονομικό όφελος, υποτροφίες κλπ.).
Η έφηβη αθλήτρια
Η έφηβη αθλήτρια διαθέτει όλες τις ικανότητες να συμμετέχει στα περισσότερα, αν όχι σε όλα τα αθλήματα και ασφαλώς πρέπει να διευκολύνεται προς αυτή την κατεύθυνση.
Η ένταξη των εφήβων κοριτσιών σε αθλητικές δραστηριότητες ενθαρρύνει την συμμετοχή τους σε δια βίου τακτική άσκηση, η οποία επιφέρει μακροπρόθεσμα πολλαπλά οφέλη, όπως μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης παχυσαρκίας, καρδιοναπνευστικών νοσημάτων και καρκίνου του μαστού. Επίσης, η ενασχόληση με τον αθλητισμό αλλάζει την προσωπικότητα των εφήβων κοριτσιών. Όπως έχει διαπιστωθεί, έχουν καλύτερη μαθησιακή επίδοση κι αποκτούν μεγαλύτερη αυτο-εκτίμηση.
Ωστόσο εμφανίζονται κι ορισμένα προβλήματα κατά την ενασχόλησή τους με τον αθλητισμό. Όπως και στους άρρενες εφήβους, συχνά παρατηρείται υπερβολική πίεση προς την έφηβη αθλήτρια από τους γονείς, τους προπονητές και τους συνομηλίκους να υπερβεί τις δυνατότητές της, γεγονός που πολλές φορές είναι ιδιαίτερα καταπιεστικό, μέχρι του σημείου κακοποίησης. Η πίεση που ασκείται στον έλεγχο του βάρους και στην διατήρηση ενός εξαιρετικά αδύνατου σωματότυπου, ενδέχεται να οδηγήσει σε ακραίες καταστάσεις διατροφικών διαταραχών με τις γνωστές συνέπειες. Επίσης, αθλήτριες και αθλητές, στην προσπάθειά τους να ξεχωρίσουν και να νικήσουν μ’ οποιοδήποτε κόστος, ενδέχεται να εμπλακούν στη χρήση ουσιών.
Το σύνδρομο των εφήβων αθλητριών
Το σύνδρομο αυτό έχει περιγραφεί ως ένα σοβαρό φαινόμενο από τους Jeager και συν. κι αναφέρεται σε τριάδα συμπτωμάτων που αποτελείται από διατροφικές διαταραχές, οστεοπενία ή οστεοπόρωση και διαταραχές εμμηνορρυσίας (αμηνόρροια ή ολιγομηνόρροια). Η προσπάθεια για την διατήρηση των “ιδανικών” σωματικών αναλογιών, λεπτοφυή ή και προεφηβική εμφάνιση, ταυτόχρονα με την εντατική άσκηση οδηγούν στην ανάπτυξη μέρους της τριάδας, ή και του συνόλου. Αθλήματα που ευνοούν την εμφάνιση του συνδρόμου περιγράφονται στον Πίνακα 3.
Οι διατροφικές διαταραχές περιγράφονται σε 15-17% των εφήβων αθλητριών και ιδιαίτερα σε ορισμένα αθλήματα. Αυστηρή δίαιτα, παράλειψη γευμάτων, πρόκληση εμετού, χρήση καθαρτικών ή διουρητικών είναι οι συνηθέστερες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται. Σε ειδικές κατηγορίες έντονης άσκησης π.χ. στις χορεύτριες μπαλέτου, εμφανίζεται νευρογενής ανορεξία ή βουλιμία σε ποσοστό 15-20%.
Η αντιμετώπιση των διατροφικών διαταραχών βασίζεται κυρίως στην πρόληψη. Αν συνυπάρχει υποθαλαμική αμηνόρροια ή ολιγομηνόρροια, η καλύτερη προσέγγιση είναι η ομαλοποίηση του βάρους, η διόρθωση της διατροφικής δυσλειτουργίας και η βελτίωση των διατροφικών ελλειμμάτων.
Στις περιπτώσεις μειωμένης οστικής πυκνότητας, η χορήγηση αντισυλληπτικών ή άλλων οιστρογόνων ενδέχεται να βελτιώσει ως ένα σημείο την κατάσταση. Παρ’ όλα αυτά, η ορμονική θεραπεία χωρίς την αύξηση του σωματικού βάρους, θεωρείται απίθανο να προστατεύσει και να βελτιώσει την οστική μάζα.
Οστεοπόρωση και εφηβεία
Έχει διαπιστωθεί ότι 50-63% της μέγιστης τιμής της οστικής μάζας αναπτύσσεται στην παιδική ηλικία, ενώ 37-50% συμβαίνει κυρίως στην όψιμη εφηβεία. Η φυσιολογική οστική μάζα αποκτάται από την έφηβη αθλήτρια που έχει φυσιολογικό βάρος, φυσιολογική κατάσταση οιστρογόνων και στη διατροφή της συμπεριλαμβάνεται επαρκής πρόσληψη ασβεστίου. Η ανάπτυξη μειωμένης οστικής πυκνότητας οδηγεί σε οστεοπενία και προοδευτικά σε οστεοπόρωση.
Οι παράγοντες που εμπλέκονται στην εμφάνιση οστεοπενίας/οστεοπόρωσης είναι οι γενετικοί που ευθύνονται για το 70%, ενώ το υπόλοιπο 30% περιλαμβάνει το βάρος σώματος, το επίπεδο των οιστρογόνων, την ένταση της άσκησης, την πρόσληψη ασβεστίου κλπ. Τα οιστρογόνα διευκολύνουν την μετάλλωση των οστών, συνεπώς τα άτομα με χρόνια οιστρογονική ανεπάρκεια είναι πιο επιρρεπή στην οστεοπόρωση (π.χ. αμηνορροιακές ή εμμηνοπαυσιακές γυναίκες, ορισμένοι αθλητές ή αθλήτριες, όπως χορευτές, δρομείς).
Η καλύτερη θεραπεία της οστεοπόρωσης είναι η πρόληψη, η οποία βασίζεται στην αποφυγή της ανεπάρκειας οιστρογόνων, της αποφυγής εντατικής άσκησης και της χρήσης ουσιών. Ιδιαίτερα το κάπνισμα μειώνει την αποτελεσματικότητα των οιστρογόνων (Πίνακας 4).
Σε πολλές περιπτώσεις εφήβων αθλητριών, συστήνεται επαρκής πρόσληψη ασβεστίου, αποφυγή του καπνίσματος και θεραπεία με οιστρογόνα. Επίσης συστήνεται η χορήγηση αντισυλληπτικών από το στόμα.Η ημερήσια ανάγκη ασβεστίου των εφήβων είναι 1200-1500 mg και η απορρόφηση ευνοείται από την βιταμίνη D, το κιτρικό οξύ και τον φώσφορο, ενώ αναστέλλεται από τα οξαλικά και τον σίδηρο.
Οφέλη που απορρέουν από την φυσική δραστηριότητα του εφήβου
·Βοηθά στην διατήρηση άριστης σωματικής κατάστασης
·Βελτιώνει την πιθανότητα της απώλειας βάρους όταν κρίνεται απαραίτητο ·Αυξάνει την αποτελεσματικότητα των μυϊκών ινών στην παραγωγή ενέργειας ·Αυξάνει την αποτελεσματικότητα των ορμονών (ινσουλίνης, λιποπρωτεϊνικής λιπάσης, επινεφρίνης) στη ρύθμιση της μεταβολικής ενέργειας ·Μειώνει την παραγωγή γαλακτικού οξέος, το οποίο παρεμβαίνει στην παραγωγή ενέργειας ·Ενισχύει την καρδιακή λειτουργία, τους πνεύμονες και το κυκλοφορικό σύστημα ·Αυξάνει τα επίπεδα HDL σε βάρος του LDL και μειώνει τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων ·Αυξάνει τον βασικό μεταβολισμό ·Βοηθά στον έλεγχο της όρεξης |
Διαφορές των εφήβων αθλητριών συγκριτικά με τους έφηβους αθλητές
Φυσιολογικές
·Αυξημένο ποσοστό σωματικού λίπους ·Πρώιμη ωρίμανση του σκελετού ·Μικρότερο μέγεθος και όγκος καρδιάς ·Μειωμένη αεροβική χωρητικότητα ·Μειωμένα επίπεδα τεστοστερόνης ·Ρυθμός βασικού μεταβολισμού σχετικά μειωμένος ·Μικρότερος όγκος πνευμόνων και μειωμένη ζωτική χωρητικότητα Ανατομικές ·Μικρότερο ύψος ·Μεγαλύτερο άνοιγμα στα ισχία και στενότερους ώμους ·Σχετικά μικρότερη ολική επιφάνεια αρθρώσεων ·Σχετικά περισσότερο λίπος στους μηρούς και τα ισχία ·Μειωμένο μέγεθος μυϊκής ίνας |
Αθλήματα που αυξάνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης του συνδρόμου της έφηβης αθλήτριας
1. Διατήρηση προεφηβικής εμφάνισης
α. Παγοδρομίες β. Μπαλέτο γ. Γυμναστική 2. Διατήρηση λεπτοφυούς εμφάνισης α. Χορός β. Παγοδρομίες γ. Συγχρονισμένη κολύμβηση δ. Γυμναστική ε. Καταδύσεις 3. Διατήρηση λεπτού σωματότυπου α. Δρομείς β. Κολύμβηση γ. Χιονοδρομίες 4. Διατήρηση σταθερού βάρους διαφόρων κατηγοριών α. Κωπηλασία β. Τζούντο γ. Taekwondo δ. Άρση βαρών ε. Πάλη |
Παράγοντες κινδύνου στην ανάπτυξη οστεοπόρωσης
1.Περιορισμένη πρόσληψη ασβεστίου στην παιδική ηλικία κι εφηβεία
2.Θετικό για οστεοπόρωση οικογενειακό ιστορικό σε συγγενείς 1ου βαθμού 3.Χαμηλό επίπεδο φυσικής δραστηριότητας 4.Ιστορικό αμηνόρροιας / ανωμαλίες στην εμμηνορρυσία 5.Λεπτοφυής κατασκευή 6.Κάπνισμα (μειώνεται η αποτελεσματικότητα των οιστρογόνων) 7.Χρήση φαρμάκων (π.χ. αντισπασμωδικά, γλυκοκορτικοειδή, isotretinoin) 8.Χρόνιες παθήσεις (σύνδρομο Cushing, ν. Addison, λευχαιμία, νόσος Crohn, κοιλιοκάκη) |
Διαφορική Διάγνωση Δευτεροπαθούς Αμηνόρροιας
·Εγκυμοσύνη
·Υποθαλαμικής προέλευσης (απώλεια βάρους, άγχος, διατροφικές διαταραχές, εντατική άσκηση) ·Ενδοκρινικές παθήσεις (σακχαρώδης διαβήτης, υπερθυρεοειδισμός, υπολειτουργία υπόφυσης) ·Αδένωμα υπόφυσης (υπερπρολακτιναιμία) ·Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (σύνδρομο υπερανδρογεννητισμού) ·Γαστρεντερικό σύστημα (φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου, κοιλιοκάκη, δυσαπορρόφηση) ·Φάρμακα (γλυκοκορτικοειδή, αντισπασμωδικά, isotretinoin) |